ανυποχώρητος

ανυποχώρητος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν υποχωρεί: Ανυποχώρητοι είναι οι φοιτητές στο αίτημά τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανυποχώρητος — η, ο (Μ ἀνυποχώρητος, ον) αυτός που δεν υποχωρεί, που δεν ενδίδει, ανένδοτος …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • ακαμπής — ( ούς), ές (Α ἀκαμπής) άκαμπτος, αλύγιστος, ίσιος αρχ. 1. μτφ. αλύγιστος, ασυγκίνητος «ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (Πλούτ. 959 f) 2. σταθερός, ανυποχώρητος 3. αναπόφευκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καμπὴς < κάμπτω] …   Dictionary of Greek

  • ανένδοτος — η, ο (Α ἀνένδοτος, ον) [ενδίδω] 1. εκείνος που δεν ενδίδει, ανυποχώρητος, αμετάπειστος 2. εκείνος που γίνεται με επιμονή, συνεχής, αδιάκοπος …   Dictionary of Greek

  • ανύπεικτος — ἀνύπεικτος, ον (AM) [υπείκω] ο ανυποχώρητος, ο ανένδοτος …   Dictionary of Greek

  • ασυνθηκολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συνθηκολογήσει, που δεν έχει υπογράψει συνθήκη 2. αυτός που δεν συνθηκολογεί εύκολα, ο ανυποχώρητος …   Dictionary of Greek

  • ντούρος — α, ο 1. σκληρός, γερός 2. ευθύγραμμος, ίσιος, αυτός που δεν λυγίζει εύκολα, αλύγιστος, άκαμπτος 3. (για πρόσ.) α) ευθυτενής, στητός («ντούρα κορμοστασιά», Βάρναλης) β) μτφ. ανυποχώρητος, αταλάντευτος στις αρχές ή στις αποφάσεις του 4. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • σκληραίνω — Ν [σκληρός] 1. (μτβ.) σκληρύνω 2. (αμτβ.) α) σκληρύνομαι, γίνομαι σκληρός, αποκτώ σκληρότητα β) μτφ. γίνομαι άκαμπτος, ανυποχώρητος, σκληροτράχηλος …   Dictionary of Greek

  • σκληροτράχηλος — η, ο / σκληροτράχηλος, ον, ΝΜΑ 1. ισχυρογνώμονας, πείσμονας, ξεροκέφαλος νεοελλ. μτφ. α) άκαμπτος, ανυποχώρητος («σκληροτράχηλος αντίπαλος») β) ανθεκτικός στις κακουχίες, σκληραγωγημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + τράχηλος] …   Dictionary of Greek

  • σκληρύνω — ΝΜΑ, και σκληραίνω Ν [σκληρός] 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον σκληρό, σκληραίνω 2. κάνω κάποιον ή κάτι σκληρότερο από ό,τι ήταν προηγουμένως αρχ. 1. παθ. σκληρύνομαι μτφ. γίνομαι αδιάλλακτος, άκαμπτος, ανυποχώρητος, πείσμονας 2. φρ. «σκληρύνω τὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”